- ἀληθουργής
- ἀληθ-ουργής, ές,A acting truly, Heraclit.All. 67 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αληθουργής — ἀληθουργής, ὲς (Α) αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ουργὴς < ἔργον] … Dictionary of Greek
ἀληθουργέστερον — ἀληθουργής acting truly adverbial comp ἀληθουργής acting truly masc acc comp sg ἀληθουργής acting truly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek